κάρπασος

κάρπασος
κάρπασος
Grammatical information: f.
Meaning: `a kind of fine flax' (D. H. 2, 68, sch. Ar. Lys. 736), `cotton' (Peripl. M. Rubri 41), n. pl. `sails from linen' (AP 9, 415, 6; after ἱστία).
Other forms: (also κάλπασος [pap.])
Compounds: Comp. ψευδο-κάρπασος m. = κάχρυ (s. v.; Ps.-Dsc.).
Derivatives: καρπάσιον `Spanish flax' (pap. IIIp), καρπάσινος `of\/from κ.' (LXX, Str., D. H.) = Lat. carbasinus. λίνον Καρπάσιον `from K. on Cyprus (Paus. 1.26.7).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Ind.
Etymology: Reminds of Skt. karpā́sa- m. `cotton bush' (Suśr, from Vedic, in ŚrSū); history unknown. κάρπασος is considered as a loan from Ind. (s. Bq and W.-Hofmann s. carbasus); acc. to Porzig ZII 5, 272ff. the origin is a Mediterranen or Anatolian language; against this Mayrhofer KEWA I 174 and III 666 s. v. (sic!). On attempts to explain Skt. karpā́sa- as pre-Aryan (Austrian), s. Mayrhofer. From κάρπασος, (direct or indirectly) Lat. carbasus, -a, s. W.-Hofman and Fohalle, Mélanges Vendryes 172-175. More prob. the word came from Indian; there is no connection with the plant κάρπασον. - On `cotton' see also βαμβάκιος.
Page in Frisk: 1,791-792

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάρπασος — και κάλπασος, ή, ετερκλ. πληθ. κάρπασα, τὰ (Α) 1. είδος λεπτού λιναριού 2. βαμβάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι σίγουρα δάνειο, πιθ. από αρχ. ινδ. karpasah «βαμβάκι». Κατ άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε μεσογειακή ή μικρασιατική γλώσσα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • κάρπασος — flax fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπασος — κάλπασος, ἡ (Α) πάπ. βλ. κάρπασος …   Dictionary of Greek

  • κέρασος — η (ΑΜ κέρασος, ὁ, Α και κερασός, ὁ) το οπωροφόρο δέντρο κερασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει το ληκτικό μόρφημα σος που είναι χαρακτηριστικό δάνειων λ. (πρβλ. θίασος, κάρπασος). Θα πρέπει να αποτελεί παλαιότατο δάνειο (πιθ. από την περιοχή τού… …   Dictionary of Greek

  • καραούσι — καραούσι, τὸ (Μ) είδος καλύμματος τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. να συνδέεται με αρχ. ελλ. κυρβασία «περσικό καπέλο» ή αρχ. ελλ. κάρπασος «ύφασμα κατάλληλο για κάλυμμα τού κεφαλιού, για σαρίκι»] …   Dictionary of Greek

  • καρπάσινος — καρπάσινος, ίνη ον (Α) [κάρπασος] ο κατασκευασμένος από κάρπασο* …   Dictionary of Greek

  • καρπάσιον — καρπάσιον, τὸ (Α) [κάρπασος] 1. λινάρι 2. φρ. «λίνον Καρπάσιον» αμίαντος …   Dictionary of Greek

  • οποκάλπασον — ὀποκάλπασον, τὸ (Α) το βαλσαμόδεντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κάλπασος, άλλος τ. τής λ. κάρπασος, η «είδος λεπτού λιναριού, βαμβάκι»] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοκάρπασος — ὁ, Α κάχρυ*, κυψελώδης καρπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κάρπασος*] …   Dictionary of Greek

  • ԿԵՐՊԱՍ — (ու, ուց, ուք, ովք, իւք.) NBH 1 1092 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 12c, 14c գ. պ. ար. Գիրբաս, գիրպաս յն. գա՛տրբասօս. κάρπασος carbasus. Կտաւ բարակաման կամ մետաքսեայ. Վուշ. բեհեզ. Խաս քեթէն, սանտալ, տիպա, տիւլպէնտ. *էր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • καρπάσοις — κάρπασον flax neut dat pl κάρπασος flax fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”